- ἥδιστε
- ἡδύςpleasantmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… … Dictionary of Greek
ἥδισθ' — ἥδιστα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl ἥδιστε , ἡδύς pleasant masc voc sg ἥδισται , ἡδύς pleasant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥδιστ' — ἥδιστα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl ἥδιστε , ἡδύς pleasant masc voc sg ἥδισται , ἡδύς pleasant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)